- Μωαβίτης
- ο (Μ Μωαβίτης, θηλ. Μωαβῑτις)συν. στον πληθ. οι Μωαβίτες (-αι)απόγονοι τού Μωάβ, γιου τού Λώτ, που κατοικούσαν στην περιοχή Μωάβ τής Παλαιστίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μωάβ, ονομ. περιοχής τής Παλαιστίνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωαβιτικός — ή, ό [Μωαβίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μωαβίτες … Dictionary of Greek